καλαθούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καλαθούνι | τα | καλαθούνια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καλαθούνι | τα | καλαθούνια |
| κλητική | καλαθούνι | καλαθούνια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλαθούνι < καλάθ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -ούνι
Ουσιαστικό
καλαθούνι ουδέτερο
- (οικείο) υποκοριστικό του καλάθι
- (τυρί) είδος τυριού (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καλάθι
μικρό καλάθι
|
|
Πηγές
- → δείτε καλαθούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.