κακοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοψυχία | οι | κακοψυχίες |
| γενική | της | κακοψυχίας | των | κακοψυχιών |
| αιτιατική | την | κακοψυχία | τις | κακοψυχίες |
| κλητική | κακοψυχία | κακοψυχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοψυχία < μεσαιωνική ελληνική κακοψυχία < ελληνιστική κοινή κακοψυχία < αρχαία ελληνική κακός + ψυχή
Μεταφράσεις
κακοψυχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.