κακομεταχείριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακομεταχείριση οι κακομεταχειρίσεις
      γενική της κακομεταχείρισης* των κακομεταχειρίσεων
    αιτιατική την κακομεταχείριση τις κακομεταχειρίσεις
     κλητική κακομεταχείριση κακομεταχειρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κακομεταχειρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακομεταχείριση < κακομεταχειρίζομαι + -ση

Ουσιαστικό

κακομεταχείριση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.