κακοθάλασσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοθάλασσος η κακοθάλασση το κακοθάλασσο
      γενική του κακοθάλασσου της κακοθάλασσης του κακοθάλασσου
    αιτιατική τον κακοθάλασσο την κακοθάλασση το κακοθάλασσο
     κλητική κακοθάλασσε κακοθάλασση κακοθάλασσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοθάλασσοι οι κακοθάλασσες τα κακοθάλασσα
      γενική των κακοθάλασσων των κακοθάλασσων των κακοθάλασσων
    αιτιατική τους κακοθάλασσους τις κακοθάλασσες τα κακοθάλασσα
     κλητική κακοθάλασσοι κακοθάλασσες κακοθάλασσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κακοθάλασσος < κακός + θάλασσα

Επίθετο

κακοθάλασσος

  1. (για πλοία) που κλυδωνίζεται εύκολα από την τρικυμία
  2. (για τοπία) που δέρνεται από την τρικυμία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.