τσίσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσίσα < τσίσ(ια) (προφορά ˈt͡si.sça) + με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡si.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσίσα

Ουσιαστικό

τσίσα ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.