badly

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός badly
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

Ετυμολογία

badly < bad + -ly

Επίρρημα

badly (en)

  • άσχημα, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο σοβαρή είναι μια κατάσταση ή ένα γεγονός
    He was very badly injured.
    Τραυματίστηκε πολύ άσχημα.
    The brakes jammed and the car skidded badly.
    Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
     συνώνυμα: bad (προφορικό)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.