καιροσκοπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καιροσκοπικός η καιροσκοπική το καιροσκοπικό
      γενική του καιροσκοπικού της καιροσκοπικής του καιροσκοπικού
    αιτιατική τον καιροσκοπικό την καιροσκοπική το καιροσκοπικό
     κλητική καιροσκοπικέ καιροσκοπική καιροσκοπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καιροσκοπικοί οι καιροσκοπικές τα καιροσκοπικά
      γενική των καιροσκοπικών των καιροσκοπικών των καιροσκοπικών
    αιτιατική τους καιροσκοπικούς τις καιροσκοπικές τα καιροσκοπικά
     κλητική καιροσκοπικοί καιροσκοπικές καιροσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καιροσκοπικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

καιροσκοπικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.