καινουργής

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / καινουργής τὸ καινουργές
      γενική τοῦ/τῆς καινουργοῦς τοῦ καινουργοῦς
      δοτική τῷ/τῇ καινουργεῖ τῷ καινουργεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν καινουργ τὸ καινουργές
     κλητική ! καινουργές καινουργές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καινουργεῖς τὰ καινουργ
      γενική τῶν καινουργῶν τῶν καινουργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς καινουργέσ(ν) τοῖς καινουργέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς καινουργεῖς τὰ καινουργ
     κλητική ! καινουργεῖς καινουργ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καινουργεῖ τὼ καινουργεῖ
      γεν-δοτ τοῖν καινουργοῖν τοῖν καινουργοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καινουργής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καινουργ(έω) + -ής

Επίθετο

καινουργής, -ής, -ές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.