καινουργής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | καινουργής | τὸ | καινουργές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καινουργοῦς | τοῦ | καινουργοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καινουργεῖ | τῷ | καινουργεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | καινουργῆ | τὸ | καινουργές | ||
| κλητική ὦ! | καινουργές | καινουργές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | καινουργεῖς | τὰ | καινουργῆ | ||
| γενική | τῶν | καινουργῶν | τῶν | καινουργῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καινουργέσῐ(ν) | τοῖς | καινουργέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καινουργεῖς | τὰ | καινουργῆ | ||
| κλητική ὦ! | καινουργεῖς | καινουργῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καινουργεῖ | τὼ | καινουργεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καινουργοῖν | τοῖν | καινουργοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καινουργής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καινουργ(έω) + -ής
Πηγές
- καινουργής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.