καινουργέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καινουργέω < καινός + ἔργον

Ρήμα

καινουργέω-καινουργῶ

  1. κάνω κάτι καινούργιο, ανακαινίζω
  2. φτιάχνω ξανά, δημιουργώ εκ νέου
  3. ξεκινώ κάτι καινούργιο, νέο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.