καθαρογράφηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθαρογράφηση οι καθαρογραφήσεις
      γενική της καθαρογράφησης* των καθαρογραφήσεων
    αιτιατική την καθαρογράφηση τις καθαρογραφήσεις
     κλητική καθαρογράφηση καθαρογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθαρογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρογράφηση < καθαρογράφω + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θa.ɾoˈɣɾa.fi.si/

Ουσιαστικό

καθαρογράφηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.