καθαρογλώσσημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθαρογλώσσημα τα καθαρογλωσσήματα
      γενική του καθαρογλωσσήματος των καθαρογλωσσημάτων
    αιτιατική το καθαρογλώσσημα τα καθαρογλωσσήματα
     κλητική καθαρογλώσσημα καθαρογλωσσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρογλώσσημα < καθαρός + -ο- + γλώσσημα

Ουσιαστικό

καθαρογλώσσημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.