καζεΐνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καζεΐνη | οι | καζεΐνες |
| γενική | της | καζεΐνης | των | καζεϊνών |
| αιτιατική | την | καζεΐνη | τις | καζεΐνες |
| κλητική | καζεΐνη | καζεΐνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καζεΐνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
καζεΐνη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.