καβύλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καβύλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καβύλος αρσενικό (θηλυκό: καβυλία)

  1. σχετικός με την Καβυλία και τους Καβύλους
  2. (γλώσσα) καβυλία γλώσσα: η γλώσσα που μιλιέται από τους Καβύλους
     συνώνυμα: καβυλικά, καβυλική γλώσσα, καμπίλε
     δείτε τη λέξη καβυλικά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.