καβούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβούνι τα καβούνια
      γενική του καβουνιού των καβουνιών
    αιτιατική το καβούνι τα καβούνια
     κλητική καβούνι καβούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καβούνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavun + < παλαιά τουρκική ? (kaguŋ, kabuŋ, πεπόνι) < πρωτοτουρκική *kāgun

Ουσιαστικό

καβούνι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.