καββαλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καββαλιστικός η καββαλιστική το καββαλιστικό
      γενική του καββαλιστικού της καββαλιστικής του καββαλιστικού
    αιτιατική τον καββαλιστικό την καββαλιστική το καββαλιστικό
     κλητική καββαλιστικέ καββαλιστική καββαλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καββαλιστικοί οι καββαλιστικές τα καββαλιστικά
      γενική των καββαλιστικών των καββαλιστικών των καββαλιστικών
    αιτιατική τους καββαλιστικούς τις καββαλιστικές τα καββαλιστικά
     κλητική καββαλιστικοί καββαλιστικές καββαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

καββαλιστικός, -ή, -ό

 δείτε τη λέξη καβαλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.