κήλεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κήλεος | τὸ | κήλεον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κηλέου | τοῦ | κηλέου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κηλέῳ | τῷ | κηλέῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κήλεον | τὸ | κήλεον | ||
| κλητική ὦ! | κήλεε | κήλεον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κήλεοι | τὰ | κήλεᾰ | ||
| γενική | τῶν | κηλέων | τῶν | κηλέων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κηλέοις | τοῖς | κηλέοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κηλέους | τὰ | κήλεᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κήλεοι | κήλεᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κηλέω | τὼ | κηλέω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κηλέοιν | τοῖν | κηλέοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κήλεος, -ος, -ον
- φλογερός, καυστικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 435 (435-436)
- αἱ δὲ λοετροχόον τρίποδ᾽ ἕστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ, | ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ὕδωρ ἔχεαν, ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλοῦσαι.
- Κι αυτές στήνουν στη λάμπουσα φωτιά τρίποδο λέβητα, | τον γέμισαν νερό για το λουτρό, βάζοντας από κάτω ξύλα να καούν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αἱ δὲ λοετροχόον τρίποδ᾽ ἕστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ, | ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ὕδωρ ἔχεαν, ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλοῦσαι.
- 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 328 (327-328)
- οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν· ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα παραστὰς | ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
- κι αυτοί το ᾽φτιαξαν λείο· μετά στα χέρια μου το παίρνω εγώ, το ᾽ξυσα | για να γίνει μυτερό και, πιάνοντάς το από την άκρη, το βάζω αμέσως στης φωτιάς τη φλόγα, για να σφίξει·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἱ δ᾽ ὁμαλὸν ποίησαν· ἐγὼ δ᾽ ἐθόωσα παραστὰς | ἄκρον, ἄφαρ δὲ λαβὼν ἐπυράκτεον ἐν πυρὶ κηλέῳ.
- 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 435 (435-436)
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 865 (862-867)
- καὶ ἐτήκετο κασσίτερος ὣς | τέχνῃ ὑπ᾽ αἰζηῶν ἐν ἐυτρήτοις χοάνοισι | θαλφθείς, ἠὲ σίδηρος, ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν, | οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ | τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ᾽ Ἡφαίστου παλάμῃσιν· | ὣς ἄρα τήκετο γαῖα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο.
- κι έλιωνε σαν κασσίτερος που θερμάνθηκε | σε χωνευτήρια καλοτρύπητα με την τέχνη των σφριγηλών μαστόρων, | ή σαν σίδηρος, που ᾽ναι το πιο δυνατό από τα μέταλλα, | που δαμάζεται στα φαράγγια των βουνών με καυτερή φωτιά | και λιώνει μέσα στη θεϊκή τη γη με τις τεχνικές του Ηφαίστου. | Έτσι λοιπόν έλιωνε η γη από τη λάμψη της φωτιάς που έκαιγε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ ἐτήκετο κασσίτερος ὣς | τέχνῃ ὑπ᾽ αἰζηῶν ἐν ἐυτρήτοις χοάνοισι | θαλφθείς, ἠὲ σίδηρος, ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν, | οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ | τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ᾽ Ἡφαίστου παλάμῃσιν· | ὣς ἄρα τήκετο γαῖα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- κήλειος
- κηλός
Πηγές
- κήλεος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κήλεος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.