κήλεος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κήλεος τὸ κήλεον
      γενική τοῦ/τῆς κηλέου τοῦ κηλέου
      δοτική τῷ/τῇ κηλέ τῷ κηλέ
    αιτιατική τὸν/τὴν κήλεον τὸ κήλεον
     κλητική ! κήλεε κήλεον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κήλεοι τὰ κήλε
      γενική τῶν κηλέων τῶν κηλέων
      δοτική τοῖς/ταῖς κηλέοις τοῖς κηλέοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κηλέους τὰ κήλε
     κλητική ! κήλεοι κήλε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κηλέω τὼ κηλέω
      γεν-δοτ τοῖν κηλέοιν τοῖν κηλέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κήλεος < καίω (κατά το δαλός από το δαίω)

Επίθετο

κήλεος, -ος, -ον

  • φλογερός, καυστικός
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 865 (862-867)
    καὶ ἐτήκετο κασσίτερος ὣς | τέχνῃ ὑπ᾽ αἰζηῶν ἐν ἐυτρήτοις χοάνοισι | θαλφθείς, ἠὲ σίδηρος, ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν, | οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ | τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ᾽ Ἡφαίστου παλάμῃσιν· | ὣς ἄρα τήκετο γαῖα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο.
    κι έλιωνε σαν κασσίτερος που θερμάνθηκε | σε χωνευτήρια καλοτρύπητα με την τέχνη των σφριγηλών μαστόρων, | ή σαν σίδηρος, που ᾽ναι το πιο δυνατό από τα μέταλλα, | που δαμάζεται στα φαράγγια των βουνών με καυτερή φωτιά | και λιώνει μέσα στη θεϊκή τη γη με τις τεχνικές του Ηφαίστου. | Έτσι λοιπόν έλιωνε η γη από τη λάμψη της φωτιάς που έκαιγε.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr

  • κήλειος
  • κηλός

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.