κάσωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάσωμα | τα | κασώματα |
| γενική | του | κασώματος | των | κασωμάτων |
| αιτιατική | το | κάσωμα | τα | κασώματα |
| κλητική | κάσωμα | κασώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.so.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐σω‐μα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κάσωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.