κάμμαρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κάμμαρος οἱ κάμμαροι
      γενική τοῦ καμμάρου τῶν καμμάρων
      δοτική τῷ καμμάρ τοῖς καμμάροις
    αιτιατική τὸν κάμμαρον τοὺς καμμάρους
     κλητική ! κάμμαρε κάμμαροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμμάρω
γεν-δοτ τοῖν  καμμάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάμμαρος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό

κάμμαρος αρσενικό

  1. (ιχθυολογία) είδος αστακού
  2. (φυτό) είδος ακονίτου / ακονίτη, που χρησιμοποιείται ως δροσιστικό φάρμακο
  3. (ελληνιστική σημασία , φυτό) φυτό της οικογένειας Ranunculaceae
  4. (ελληνιστική σημασία , φυτό) μανδραγόρας

  • κᾰ́μᾰρος
  • κᾰμμᾰρῐ́ς
  • κᾰ́μμορον

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.