ιψενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιψενικός η ιψενική το ιψενικό
      γενική του ιψενικού της ιψενικής του ιψενικού
    αιτιατική τον ιψενικό την ιψενική το ιψενικό
     κλητική ιψενικέ ιψενική ιψενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιψενικοί οι ιψενικές τα ιψενικά
      γενική των ιψενικών των ιψενικών των ιψενικών
    αιτιατική τους ιψενικούς τις ιψενικές τα ιψενικά
     κλητική ιψενικοί ιψενικές ιψενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιψενικός < Ίψεν

Επίθετο

ιψενικός -ή -ό

  • που αναφέρεται στο έργο του Νορβηγού δραματικού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν (Henrik Ibsen)

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.