ιταλιάνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιταλιάνικος | η | ιταλιάνικη | το | ιταλιάνικο |
| γενική | του | ιταλιάνικου | της | ιταλιάνικης | του | ιταλιάνικου |
| αιτιατική | τον | ιταλιάνικο | την | ιταλιάνικη | το | ιταλιάνικο |
| κλητική | ιταλιάνικε | ιταλιάνικη | ιταλιάνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιταλιάνικοι | οι | ιταλιάνικες | τα | ιταλιάνικα |
| γενική | των | ιταλιάνικων | των | ιταλιάνικων | των | ιταλιάνικων |
| αιτιατική | τους | ιταλιάνικους | τις | ιταλιάνικες | τα | ιταλιάνικα |
| κλητική | ιταλιάνικοι | ιταλιάνικες | ιταλιάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιταλιάνικος < Ιταλία + -ιάνικος (πρβλ Παριζιάνικος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.