ισόθεος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισόθεος η ισόθεη το ισόθεο
      γενική του ισόθεου της ισόθεης του ισόθεου
    αιτιατική τον ισόθεο την ισόθεη το ισόθεο
     κλητική ισόθεε ισόθεη ισόθεο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισόθεοι οι ισόθεες τα ισόθεα
      γενική των ισόθεων των ισόθεων των ισόθεων
    αιτιατική τους ισόθεους τις ισόθεες τα ισόθεα
     κλητική ισόθεοι ισόθεες ισόθεα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισόθεος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ισόθεος

  • ίσος με θεό· τιμητικός χαρακτηρισμός κυρίως στα ομηρικά έπη για σημαντικούς ήρωες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.