ισόδομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισόδομος | η | ισόδομη | το | ισόδομο |
| γενική | του | ισόδομου | της | ισόδομης | του | ισόδομου |
| αιτιατική | τον | ισόδομο | την | ισόδομη | το | ισόδομο |
| κλητική | ισόδομε | ισόδομη | ισόδομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισόδομοι | οι | ισόδομες | τα | ισόδομα |
| γενική | των | ισόδομων | των | ισόδομων | των | ισόδομων |
| αιτιατική | τους | ισόδομους | τις | ισόδομες | τα | ισόδομα |
| κλητική | ισόδομοι | ισόδομες | ισόδομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Ετυμολογία
- ισόδομος < ελληνιστική κοινή ἰσόδομος
Επίθετο
ισόδομος
- (αρχιτεκτονική) (αρχαιολογία) για τοιχοποιία που έχει φτιαχτεί με λίθους ίσων διαστάσεων
- ισοδομικός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ισόδομος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.