ιστόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστόρηση | οι | ιστορήσεις |
| γενική | της | ιστόρησης* | των | ιστορήσεων |
| αιτιατική | την | ιστόρηση | τις | ιστορήσεις |
| κλητική | ιστόρηση | ιστορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ιστορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
â===
Ετυμολογία ===
- ιστόρηση < ιστορώ
Μεταφράσεις
ιστόρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.