ιστόρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστόρηση οι ιστορήσεις
      γενική της ιστόρησης* των ιστορήσεων
    αιτιατική την ιστόρηση τις ιστορήσεις
     κλητική ιστόρηση ιστορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιστορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

â=== Ετυμολογία ===

ιστόρηση < ιστορώ

Ουσιαστικό

ιστόρηση θηλυκό

  1. αφήγηση
  2. θρησκευτική εικονογράφηση
  3. εικονογράφηση γεγονότων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.