ιστορικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστορικότητα οι ιστορικότητες
      γενική της ιστορικότητας των ιστορικοτήτων
    αιτιατική την ιστορικότητα τις ιστορικότητες
     κλητική ιστορικότητα ιστορικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστορικότητα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /is.to.ɾiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

ιστορικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ιστορικού, του επιβεβαιωμένου από τις ιστορικές μαρτυρίες
    επιβεβαιώνουν οι πρόσφατες έρευνες την ιστορικότητα αυτού του προσώπου
  2. το να έχει κάτι μεγάλη σημασία για την ιστορία
    όλοι αισθάνθηκαν την ιστορικότητα της στιγμής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.