ιστορικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιστορικό | τα | ιστορικά |
| γενική | του | ιστορικού | των | ιστορικών |
| αιτιατική | το | ιστορικό | τα | ιστορικά |
| κλητική | ιστορικό | ιστορικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστορικό < ουδέτερο του επιθέτου ιστορικός ως ουσ.
Ουσιαστικό
ιστορικό ουδέτερο
- η εξιστόρηση ενός συνόλου γεγονότων με χρονολογική σειρά
- η εκδήλωση θα αρχίσει με το ιστορικό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
- (ιατρική) η καταγραφή όλων των ασθενειών και της εξέλιξης της υγείας ενός ασθενούς ή μιας οικογένειας
- ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή και πήρε το ιστορικό του
- (πληροφορική) η καταγραφή όλων των αλλαγών που έχουν γίνει σε μια σελίδα ενός βικι-εγχειρήματος
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.