ιξόβεργα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιξόβεργα οι ιξόβεργες
      γενική της ιξόβεργας
    αιτιατική την ιξόβεργα τις ιξόβεργες
     κλητική ιξόβεργα ιξόβεργες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιξόβεργα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰξόβεργον < ἰξός + βέργα[1]

Ουσιαστικό

ιξόβεργα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.