ινφάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ινφάντης οι ινφάντες
      γενική του ινφάντη των ινφαντών
    αιτιατική τον ινφάντη τους ινφάντες
     κλητική ινφάντη ινφάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ινφάντης < (άμεσο δάνειο) ισπανική infante

Ουσιαστικό

ινφάντης αρσενικό (θηλυκό: ινφάντα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.