ιμερτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιμερτός η ιμερτή το ιμερτό
      γενική του ιμερτού της ιμερτής του ιμερτού
    αιτιατική τον ιμερτό την ιμερτή το ιμερτό
     κλητική ιμερτέ ιμερτή ιμερτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιμερτοί οι ιμερτές τα ιμερτά
      γενική των ιμερτών των ιμερτών των ιμερτών
    αιτιατική τους ιμερτούς τις ιμερτές τα ιμερτά
     κλητική ιμερτοί ιμερτές ιμερτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el

ιμερτός, -ή, -ό < ιμείρω

Επίθετο

αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.