ιζηματαπόθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιζηματαπόθεση | οι | ιζηματαποθέσεις |
| γενική | της | ιζηματαπόθεσης* | των | ιζηματαποθέσεων |
| αιτιατική | την | ιζηματαπόθεση | τις | ιζηματαποθέσεις |
| κλητική | ιζηματαπόθεση | ιζηματαποθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ιζηματαποθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.