ιδιοστροφορμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιοστροφορμή | οι | ιδιοστροφορμές |
| γενική | της | ιδιοστροφορμής | των | ιδιοστροφορμών |
| αιτιατική | την | ιδιοστροφορμή | τις | ιδιοστροφορμές |
| κλητική | ιδιοστροφορμή | ιδιοστροφορμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιοστροφορμή < ιδιο- + στροφορμή
Μεταφράσεις
ιδιοστροφορμή
|
→ δείτε τη λέξη σπιν |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.