ιδεόγραμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιδεόγραμμα | τα | ιδεογράμματα |
| γενική | του | ιδεογράμματος | των | ιδεογραμμάτων |
| αιτιατική | το | ιδεόγραμμα | τα | ιδεογράμματα |
| κλητική | ιδεόγραμμα | ιδεογράμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεόγραμμα < (λόγιο δάνειο) γαλλική idéogramme[1] < idéo- (<ιδεο- < αρχαία ελληνική ἰδέα) + -gramme (< αρχαία ελληνική γράμμα)
Ουσιαστικό
ιδεόγραμμα ουδέτερο
- γραπτό σύμβολο που εκφράζει μια ιδέα χωρίς να αναπαριστά τους φθόγγους από τους οποίους αποτελείται η αντίστοιχη λέξη
- στην κινεζική γραφή χρησιμοποιούνται δεκάδες χιλιάδες χαρακτήρων που συχνά αποκαλούνται ιδεογράμματα, αν και οι περισσότεροι χαρακτήρες είναι σύνθετοι από φωνητικές συνιστώσες και σημασιολογικές ρίζες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- ιδεόγραμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.