ιατροδικαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιατροδικαστικός | η | ιατροδικαστική | το | ιατροδικαστικό |
| γενική | του | ιατροδικαστικού | της | ιατροδικαστικής | του | ιατροδικαστικού |
| αιτιατική | τον | ιατροδικαστικό | την | ιατροδικαστική | το | ιατροδικαστικό |
| κλητική | ιατροδικαστικέ | ιατροδικαστική | ιατροδικαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιατροδικαστικοί | οι | ιατροδικαστικές | τα | ιατροδικαστικά |
| γενική | των | ιατροδικαστικών | των | ιατροδικαστικών | των | ιατροδικαστικών |
| αιτιατική | τους | ιατροδικαστικούς | τις | ιατροδικαστικές | τα | ιατροδικαστικά |
| κλητική | ιατροδικαστικοί | ιατροδικαστικές | ιατροδικαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιατροδικαστικός < ιατροδικαστής + -ικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.