θραύστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θραύστης οι θραύστες
      γενική του θραύστη των θραυστών
    αιτιατική τον θραύστη τους θραύστες
     κλητική θραύστη θραύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θραύστης < αρχαία ελληνική θραύστης < θραύω

Ουσιαστικό

θραύστης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.