θοριοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θοριοθεραπεία | οι | θοριοθεραπείες |
| γενική | της | θοριοθεραπείας | των | θοριοθεραπειών |
| αιτιατική | τη | θοριοθεραπεία | τις | θοριοθεραπείες |
| κλητική | θοριοθεραπεία | θοριοθεραπείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
θοριοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) (παρωχημένο) θεραπεία του παρελθόντος, με «ακτίνες θορίου» [2]
Αναφορές
- Πρβ. William Stell Newcomet, Radium and Radiotherapy: Radium, Thorium, and other Radio-active Elements in Medicine and Surgery (Φιλαδέλφεια και Νέα Υόρκη: Lea & Febiger, 1914), σ. 216, υποσ. 1.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Σημείωση: Το λήμμα υπάρχει στην Α΄ έκδοση του Λεξικού, αλλά όχι στη Β΄.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.