θνησιμαίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θνησιμαίο τα θνησιμαία
      γενική του θνησιμαίου των θνησιμαίων
    αιτιατική το θνησιμαίο τα θνησιμαία
     κλητική θνησιμαίο θνησιμαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θνησιμαίο < ελληνιστική κοινή θνησιμαῖον, ουδέτερο του θνησιμαῖος

Ουσιαστικό

θνησιμαίο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θνησιμαίο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του θνησιμαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θνησιμαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.