θησαυροφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θησαυροφύλακας | οι | θησαυροφύλακες |
| γενική | του | θησαυροφύλακα | των | θησαυροφυλάκων |
| αιτιατική | τον | θησαυροφύλακα | τους | θησαυροφύλακες |
| κλητική | θησαυροφύλακα | θησαυροφύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θησαυροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θησαυροφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θησαυρ(ός) + -ο- + -φύλακας
Προφορά
- ΔΦΑ : /θi.sa.vɾoˈfi.la.kas/
Ουσιαστικό
θησαυροφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που προσέχει θησαυρό / θησαυροφυλάκειο
Μεταφράσεις
θησαυροφύλακας
|
Αναφορές
- θησαυροφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.