θησαυροφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θησαυροφύλακας οι θησαυροφύλακες
      γενική του θησαυροφύλακα των θησαυροφυλάκων
    αιτιατική τον θησαυροφύλακα τους θησαυροφύλακες
     κλητική θησαυροφύλακα θησαυροφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θησαυροφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θησαυροφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε θησαυρ(ός) + -ο- + -φύλακας

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.sa.vɾoˈfi.la.kas/

Ουσιαστικό

θησαυροφύλακας αρσενικό

  • (επάγγελμα) άνθρωπος που προσέχει θησαυρό / θησαυροφυλάκειο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.