θεόγυμνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόγυμνος η θεόγυμνη το θεόγυμνο
      γενική του θεόγυμνου της θεόγυμνης του θεόγυμνου
    αιτιατική τον θεόγυμνο τη θεόγυμνη το θεόγυμνο
     κλητική θεόγυμνε θεόγυμνη θεόγυμνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόγυμνοι οι θεόγυμνες τα θεόγυμνα
      γενική των θεόγυμνων των θεόγυμνων των θεόγυμνων
    αιτιατική τους θεόγυμνους τις θεόγυμνες τα θεόγυμνα
     κλητική θεόγυμνοι θεόγυμνες θεόγυμνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεόγυμνος < θεο- + γυμνός

Επίθετο

θεόγυμνος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.