θερμολουσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | θερμολουσίᾱ | αἱ | θερμολουσίαι |
| γενική | τῆς | θερμολουσίᾱς | τῶν | θερμολουσιῶν |
| δοτική | τῇ | θερμολουσίᾳ | ταῖς | θερμολουσίαις |
| αιτιατική | τὴν | θερμολουσίᾱν | τὰς | θερμολουσίᾱς |
| κλητική ὦ! | θερμολουσίᾱ | θερμολουσίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θερμολουσίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θερμολουσίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Πηγές
- θερμολουσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.