θερμολουσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θερμολουσί αἱ θερμολουσίαι
      γενική τῆς θερμολουσίᾱς τῶν θερμολουσιῶν
      δοτική τῇ θερμολουσί ταῖς θερμολουσίαις
    αιτιατική τὴν θερμολουσίᾱν τὰς θερμολουσίᾱς
     κλητική ! θερμολουσί θερμολουσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θερμολουσί
γεν-δοτ τοῖν  θερμολουσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμολουσία < θερμο- + (λού(ω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

θερμολουσία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.