ατμολέβητα
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ατμολέβητα
αρσενικό
γενική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
του
ατμολέβητας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.