θεοφίλητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοφίλητος η θεοφίλητη το θεοφίλητο
      γενική του θεοφίλητου της θεοφίλητης του θεοφίλητου
    αιτιατική τον θεοφίλητο τη θεοφίλητη το θεοφίλητο
     κλητική θεοφίλητε θεοφίλητη θεοφίλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοφίλητοι οι θεοφίλητες τα θεοφίλητα
      γενική των θεοφίλητων των θεοφίλητων των θεοφίλητων
    αιτιατική τους θεοφίλητους τις θεοφίλητες τα θεοφίλητα
     κλητική θεοφίλητοι θεοφίλητες θεοφίλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοφίλητος < ελληνιστική κοινή θεοφίλητος

Επίθετο

θεοφίλητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.