θεοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
θεοποιώ, αόρ.: θεοποίησα, παθ.φωνή: θεοποιούμαι, π.πρτ.: θεοποιούμουν/θεοποιόμουν, π.αόρ.: θεοποιήθηκα, μτχ.π.π.: θεοποιημένος
- αποδίδω σε κάποιον άνθρωπο θεϊκές ιδιότητες, του αποδίδω λατρεία όπως σε Θεό
- υπερεκτιμώ κάποιον, τον θεωρώ κατά πολύ καλύτερο από ό,τι πραγματικά είναι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεοποιώ | θεοποιούσα | θα θεοποιώ | να θεοποιώ | θεοποιώντας | |
| β' ενικ. | θεοποιείς | θεοποιούσες | θα θεοποιείς | να θεοποιείς | (θεοποίει) | |
| γ' ενικ. | θεοποιεί | θεοποιούσε | θα θεοποιεί | να θεοποιεί | ||
| α' πληθ. | θεοποιούμε | θεοποιούσαμε | θα θεοποιούμε | να θεοποιούμε | ||
| β' πληθ. | θεοποιείτε | θεοποιούσατε | θα θεοποιείτε | να θεοποιείτε | θεοποιείτε | |
| γ' πληθ. | θεοποιούν(ε) | θεοποιούσαν(ε) | θα θεοποιούν(ε) | να θεοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θεοποίησα | θα θεοποιήσω | να θεοποιήσω | θεοποιήσει | ||
| β' ενικ. | θεοποίησες | θα θεοποιήσεις | να θεοποιήσεις | θεοποίησε | ||
| γ' ενικ. | θεοποίησε | θα θεοποιήσει | να θεοποιήσει | |||
| α' πληθ. | θεοποιήσαμε | θα θεοποιήσουμε | να θεοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | θεοποιήσατε | θα θεοποιήσετε | να θεοποιήσετε | θεοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | θεοποίησαν θεοποιήσαν(ε) |
θα θεοποιήσουν(ε) | να θεοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θεοποιήσει | είχα θεοποιήσει | θα έχω θεοποιήσει | να έχω θεοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θεοποιήσει | είχες θεοποιήσει | θα έχεις θεοποιήσει | να έχεις θεοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θεοποιήσει | είχε θεοποιήσει | θα έχει θεοποιήσει | να έχει θεοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεοποιήσει | είχαμε θεοποιήσει | θα έχουμε θεοποιήσει | να έχουμε θεοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θεοποιήσει | είχατε θεοποιήσει | θα έχετε θεοποιήσει | να έχετε θεοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θεοποιήσει | είχαν θεοποιήσει | θα έχουν θεοποιήσει | να έχουν θεοποιήσει |
| |
Παθητικός παρατατικός: θεοποιούμουν & θεοποιόμουν.
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεοποιούμαι | θεοποιούμουν | θα θεοποιούμαι | να θεοποιούμαι | θεοποιούμενος | |
| β' ενικ. | θεοποιείσαι | θεοποιούσουν | θα θεοποιείσαι | να θεοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | θεοποιείται | θεοποιούνταν | θα θεοποιείται | να θεοποιείται | ||
| α' πληθ. | θεοποιούμαστε | θεοποιούμασταν θεοποιούμαστε |
θα θεοποιούμαστε | να θεοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | θεοποιείστε | θεοποιούσασταν θεοποιούσαστε |
θα θεοποιείστε | να θεοποιείστε | θεοποιείστε | |
| γ' πληθ. | θεοποιούνται | θεοποιούνταν | θα θεοποιούνται | να θεοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θεοποιήθηκα | θα θεοποιηθώ | να θεοποιηθώ | θεοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | θεοποιήθηκες | θα θεοποιηθείς | να θεοποιηθείς | θεοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | θεοποιήθηκε | θα θεοποιηθεί | να θεοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | θεοποιηθήκαμε | θα θεοποιηθούμε | να θεοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | θεοποιηθήκατε | θα θεοποιηθείτε | να θεοποιηθείτε | θεοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | θεοποιήθηκαν θεοποιηθήκαν(ε) |
θα θεοποιηθούν(ε) | να θεοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω θεοποιηθεί | είχα θεοποιηθεί | θα έχω θεοποιηθεί | να έχω θεοποιηθεί | θεοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις θεοποιηθεί | είχες θεοποιηθεί | θα έχεις θεοποιηθεί | να έχεις θεοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει θεοποιηθεί | είχε θεοποιηθεί | θα έχει θεοποιηθεί | να έχει θεοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεοποιηθεί | είχαμε θεοποιηθεί | θα έχουμε θεοποιηθεί | να έχουμε θεοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε θεοποιηθεί | είχατε θεοποιηθεί | θα έχετε θεοποιηθεί | να έχετε θεοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν θεοποιηθεί | είχαν θεοποιηθεί | θα έχουν θεοποιηθεί | να έχουν θεοποιηθεί | ||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.