θεματάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θεματάκι | τα | θεματάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | θεματάκι | τα | θεματάκια |
| κλητική | θεματάκι | θεματάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεματάκι < θέμα, θεματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.maˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐μα‐τά‐κι
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θέμα
θεματάκι
|
|
Πηγές
- θεματάκι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.