θεματάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θεματάκι τα θεματάκια
      γενική
    αιτιατική το θεματάκι τα θεματάκια
     κλητική θεματάκι θεματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεματάκι < θέμα, θεματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.maˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεματάκι

Ουσιαστικό

θεματάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε θέμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.