θειαφένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θειαφένιος | η | θειαφένια | το | θειαφένιο |
| γενική | του | θειαφένιου | της | θειαφένιας | του | θειαφένιου |
| αιτιατική | τον | θειαφένιο | τη | θειαφένια | το | θειαφένιο |
| κλητική | θειαφένιε | θειαφένια | θειαφένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θειαφένιοι | οι | θειαφένιες | τα | θειαφένια |
| γενική | των | θειαφένιων | των | θειαφένιων | των | θειαφένιων |
| αιτιατική | τους | θειαφένιους | τις | θειαφένιες | τα | θειαφένια |
| κλητική | θειαφένιοι | θειαφένιες | θειαφένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θειάφι
Μεταφράσεις
θειαφένιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.