θεαματικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεαματικότητα οι θεαματικότητες
      γενική της θεαματικότητας των θεαματικοτήτων
    αιτιατική τη θεαματικότητα τις θεαματικότητες
     κλητική θεαματικότητα θεαματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεαματικότητα < θεαματικός + -ότητα

Ουσιαστικό

θεαματικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.