θεάρεστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεάρεστος η θεάρεστη το θεάρεστο
      γενική του θεάρεστου της θεάρεστης του θεάρεστου
    αιτιατική τον θεάρεστο τη θεάρεστη το θεάρεστο
     κλητική θεάρεστε θεάρεστη θεάρεστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεάρεστοι οι θεάρεστες τα θεάρεστα
      γενική των θεάρεστων των θεάρεστων των θεάρεστων
    αιτιατική τους θεάρεστους τις θεάρεστες τα θεάρεστα
     κλητική θεάρεστοι θεάρεστες θεάρεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεάρεστος < θεός + αρεστός

Επίθετο

θεάρεστος, -η, -ο

  1. πολύ όμορφος
  2. πολύ ηθικός
  3. που είναι αρεστός στο θεό
    το θεάρεστο έργο της φιλανθρωπίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.