θανατοφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανατοφοβία οι θανατοφοβίες
      γενική της θανατοφοβίας των θανατοφοβιών
    αιτιατική τη θανατοφοβία τις θανατοφοβίες
     κλητική θανατοφοβία θανατοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θανατοφοβία < αγγλική thanatophobia < αρχαία ελληνική θάνατος + -φοβία

Ουσιαστικό

θανατοφοβία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.