θανατοποινίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανατοποινίτισσα οι θανατοποινίτισσες
      γενική της θανατοποινίτισσας των θανατοποινιτισσών
    αιτιατική τη θανατοποινίτισσα τις θανατοποινίτισσες
     κλητική θανατοποινίτισσα θανατοποινίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θανατοποινίτισσα < θανατοποινίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

θανατοποινίτισσα θηλυκό

  • αυτή που έχει καταδικαστεί στην ποινή του θανάτου και παραμένει στη φυλακή μέχρι την εκτέλεσή της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.