θαμνοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαμνοειδής η θαμνοειδής το θαμνοειδές
      γενική του θαμνοειδούς* της θαμνοειδούς του θαμνοειδούς
    αιτιατική τον θαμνοειδή τη θαμνοειδή το θαμνοειδές
     κλητική θαμνοειδή(ς) θαμνοειδής θαμνοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαμνοειδείς οι θαμνοειδείς τα θαμνοειδή
      γενική των θαμνοειδών των θαμνοειδών των θαμνοειδών
    αιτιατική τους θαμνοειδείς τις θαμνοειδείς τα θαμνοειδή
     κλητική θαμνοειδείς θαμνοειδείς θαμνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαμνοειδής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

θαμνοειδής

θαμνοειδής βλάστηση

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  θάμνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.