θαλασσοπνίξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλασσοπνίξιμο τα θαλασσοπνιξίματα
      γενική του θαλασσοπνιξίματος των θαλασσοπνιξιμάτων
    αιτιατική το θαλασσοπνίξιμο τα θαλασσοπνιξίματα
     κλητική θαλασσοπνίξιμο θαλασσοπνιξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοπνίξιμο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θαλασσοπνίξιμο ουδέτερο


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.