θαλασσοδάνειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλασσοδάνειο τα θαλασσοδάνεια
      γενική του θαλασσοδανείου
& θαλασσοδάνειου
των θαλασσοδανείων
    αιτιατική το θαλασσοδάνειο τα θαλασσοδάνεια
     κλητική θαλασσοδάνειο θαλασσοδάνεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοδάνειο < θάλασσα + -ο- + δάνειο (από την κακή συμπεριφορά ορισμένων εφοπλιστών να δανείζονται και να χρησιμοποιούν μικρό, μόνο, μέρος των χρημάτων για την αγορά πλοίων τα οποία παροπλίζονταν ή ναυαγούσαν με αποτέλεσμα να μην επιστρέφουν τα χρήματα στον δανειοδότη)

Ουσιαστικό

θαλασσοδάνειο ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά) το ναυτοδάνειο, δάνειο προς ναυτιλιακή εταιρεία
  2. (μεταφορικά) (ειρωνικό) δάνειο που, για διάφορους λόγους, δεν πρόκειται να επιστραφεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.