θαλασσοδάνειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θαλασσοδάνειο | τα | θαλασσοδάνεια |
| γενική | του | θαλασσοδανείου & θαλασσοδάνειου |
των | θαλασσοδανείων |
| αιτιατική | το | θαλασσοδάνειο | τα | θαλασσοδάνεια |
| κλητική | θαλασσοδάνειο | θαλασσοδάνεια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
θαλασσοδάνειο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) το ναυτοδάνειο, δάνειο προς ναυτιλιακή εταιρεία
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) δάνειο που, για διάφορους λόγους, δεν πρόκειται να επιστραφεί
Μεταφράσεις
θαλασσοδάνειο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.